- εξονυχισμός
- ο [εξονυχίζω]1. εξονύχιση2. κόψιμο τών νυχιών υποζυγίων για να τοποθετηθούν πέταλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξονυχισμός — ο η εξονύχιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)